- λιβανωτοπώλης
- λιβανωτοπώλης, ὁ (Α)αυτός που πουλά λιβάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιβανωτός + -πώλης (< πωλῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιβανωτοπώλης — dealer in frankincense masc nom sg λιβανωτοπωλέω deal in frankincense imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτοπῶλαι — λιβανωτοπώλης dealer in frankincense masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτοπωλώ — λιβανωτοπωλῶ, έω (Α) [λιβανωτοπώλης] πουλώ λιβάνι, είμαι λιβανωτοπώλης … Dictionary of Greek
λιβανωτοπώλιον — λιβανωτοπώλιον, τὸ (Α) [λιβανωτοπώλης] τόπος όπου πουλούσαν λιβάνι … Dictionary of Greek